ἑταιρικός

ἑταιρικός
ἑταιρ-ικός, ή, όν,
A of or befitting a companion :

ἡ ἑταιρική

companionship,

Arist.EN1157b23

; in full, ἑ. φιλία ib.1161b12. Adv.

-κῶς, προσφέρεσθαι Id.EE1243a5

.
2 τὸ ἑταιρικόν,=

ἑταιρεία 1.2

, Th.8.48
;

ἑ. συνάγειν Hyp.Eux.8

;

τὰ ἑταιρικά

factions, clubs,

Plu.Lys.5

, D.C.37.57 ; = Lat. collegia, Id.38.13.
b ties of party, opp. τὸ ξυγγενές, Th.3.82.
3 ἵππος -κή horse-guards of the Macedonian kings, Plb.16.18.7, D.S.17.37, Arr.An.3.16.11.
II of or like a ἑταίρα, meretricious,

γυνή Plu. 2.140c

, etc.; τὸ ἑ. the custom of ἑταῖραι, Alciphr.2.1 ; concerning

ἑταῖραι, λόγοι D.H.Lys.3

: so Adv. -κῶς meretriciously,

κεκοσμημένοι Zeno Stoic.1.58

, Luc.Bis Acc.20, Plu.Pomp.2.
2 ἑ. (sc. τέλος), τό, tax on courtesans, Ostr.83 (ii B. C.); τελώνης ἑταιρεικοῦ (sic)

Ἀφροδίτῃ Arch.Pap.6.219

(Elephantine, ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑταιρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό …   Dictionary of Greek

  • εταιρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εταιρεία: Εταιρικό κεφάλαιο. 2. το ουδ. ως ουσ., εταιρικό συμβόλαιο σύστασης της εταιρείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑταιρικά — ἑταιρικός of neut nom/voc/acc pl ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc/acc dual ἑταιρικά̱ , ἑταιρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικῶν — ἑταιρικός of fem gen pl ἑταιρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικόν — ἑταιρικός of masc acc sg ἑταιρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικαῖς — ἑταιρικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικαί — ἑταιρικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικοῖς — ἑταιρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικοί — ἑταιρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρικοῦ — ἑταιρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”